περιλέγω

περιλέγω
Α
μιλώ για κάτι εκτεταμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιλέγω — περί λέγω 1 lay pres subj act 1st sg περί λέγω 1 lay pres ind act 1st sg περί λέγω 2 pick up pres subj act 1st sg περί λέγω 2 pick up pres ind act 1st sg περί λέγω 3 lay pres subj act 1st sg περί λέγω 3 lay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • περίλεξις — έξεως, ἡ, Α [περιλέγω] περιττολογία …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”